Εισήγηση για την εκδήλωση με τίτλο «ΚΡΙΣΗ,ΕΞΑΡΤΗΣΕΙΣ,ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ» σε συνδιοργάνωση με την Ομάδα συλλογικών δράσεων του 18 ΑΝΩ στην Κατάληψη Βανκούβερ Απαρτμάν.

Η Κατάληψη Βανκούβερ Απαρτμάν, ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2005 από μια παρέα ανθρώπων με σκοπό την κάλυψη των στεγαστικών τους αναγκών. Λειτούργησε για κάποια χρόνια –μερικώς ως στεγαστική κατάληψη και το φθινόπωρο του 2014, άρχισε μια σειρά συζητήσεων από συντρόφους/ισσες μαζί με τους/τις καταληψίες της Βανκούβερ με σκοπό το «άνοιγμα» του χώρου της κατάληψης και την χρήση του από και για τις ανάγκες του Α/Α κινήματος. Σήμερα λειτουργεί ταυτόχρονα ως πολιτική και στεγαστική κατάληψη αναρχικων/αντιεξουσιαστών.

Τα τελευταία 3 περίπου χρόνια έχουμε έρθει ως πολιτικά υποκείμενα και μέλη της κατάληψης αντιμέτωποι με μια γκροτέσκα συνθήκη, που λόγω θέσης πολιτικής και χωροταξικής καλούμαστε να διαχειριστούμε και να αναλύσουμε. Συγκεκριμένα, με την μεταφορά της πιάτσας από την οδό Τοσίτσα στο Πεδίο και κατόπιν στη Μαυροματαίων, αυτό που αντίκριζες καθημερινά ήταν 100άδες τοξικοεξαρτημένους, άστεγους ή μη, να στοιβάζονται σε λίγα τετραγωνικά μέτρα πεζοδρομίου σε άθλια κατάσταση χειμώνα-καλοκαίρι. Ανθρώπους χωρίς στέγη, που κοιμούνται σε εσοχές κτιρίων, ανθρώπους όλων των ηλικιών, με διαφορετικές αφετηρίες να διαλύονται από τις εξαρτήσεις, ανθρώπους αποκλεισμένους πολιτισμικά, ταξικά και γλωσσικά πολλές φορές από την υπόλοιπη κοινωνία, ανθρώπους όλη μέρα στη γύρα προσπαθώντας να επιβιώσουν σε μια πόλη εφιάλτη και μια καθημερινότητα αβίωτη. Καθημερινές επιχειρήσεις σκούπα από την αστυνομία, προσαγωγές ατόμων στο σωρό, ξύλο, απαγωγές με τα μεταγωγικά βαν, τμήματα, πάλι ξύλο, δικαστήρια, Πέτρου Ράλλη, Αμυγδαλέζα, Ομόνοια, ξανά πίσω. Ένας φαύλος κύκλος που αν μη τι άλλο-σε όποιον/α παρατηρεί προσεκτικά- δείχνει πως αυτός ο κόσμος ίσως τελικά να μην είναι τίποτα άλλο από μια παράνοια αποκλεισμών, βαρβαρότητας και καταστολής. Αντιμέτωποι με αυτήν τη συνθήκη και με την κατάληψη να βρίσκεται ακριβώς δίπλα σε όλο αυτό το καφκικό σκηνικό, η πρώτη μας αντίδραση ήταν το μούδιασμα. Πώς και από πού να το πιάσεις όλο αυτό και πώς το διαχειρίζεσαι; Εν μέσω τρομοϋστερίας από τα ΜΜΕ και από τους παράγοντες της περιοχής (μαγαζάτορες, ιδιοκτήτες κλπ.) που έσκουζαν για την “κατάντια του πεδίου”. Εν μέσω τραγελαφικών «διεκδικήσεων» κατοίκων με απώτερο σκοπό την καλύτερη φωταγώγηση του πάρκου (!) και με κλιμάκια μπάτσων όλων των ειδών τριγύρω, ήταν φανερή ολοένα και περισσότερο η τεράστια πολυπλοκότητα του ζητήματος.

Η ενασχόλησή μας τα τελευταία τρία χρόνια με το ζήτημα αυτό εκφράζεται σε καθημερινή βάση, σε επίπεδο γειτονιάς και επιχειρεί να αγγίξει όλες του τις προεκτάσεις. Από την προσεκτική και κριτική παρατήρηση των κοινωνικών δυναμικών που αναπτύχθηκαν στην περιοχή και τη δημόσια σφαίρα, μέχρι τις καθημερινές παρεμβάσεις μας σε περιστατικά βαρβαρότητας, σε βαθιά εξουσιαστικές συμπεριφορές και πρακτικές, καθώς και με την αλληλεγγύη μας σε όσους/όσες την χρειάστηκαν και μπορέσαμε να ανταποκριθούμε.

Είναι για μας σημαντικό να κατανοήσουμε πως ένα θέμα σαν κι αυτό οφείλει να αναλυθεί τόσο συνολικά όσο και πολυεπίπεδα. Μπαίνοντας στο δημόσιο διάλογο προσεκτικά και με συνεχή εσωτερική ζύμωση, θέλουμε να τοποθετηθούμε εκτός από πολιτικά και συνολικά, κυρίως με ειλικρίνεια. Η αλήθεια είναι πως παρά τις προκαταλήψεις, τους φόβους και τα –τυχόν- μικροαστικά μας κατάλοιπα , με τα οποία ήρθαμε μοιραία αντιμέτωποι, αυτό το οποίο μας απασχόλησε ίσως περισσότερο, ήταν η κατάσταση όλων αυτών των ανθρώπων που ο καπιταλισμός μασάει και φτύνει από δω κι από κει για να έρθει το κράτος, να τους συλλέξει και να τους χώσει σε κάποια τρύπα κάποιου τμήματος ή κάποιου στρατοπέδου συγκέντρωσης.

Μετά από μια πρώτη προσέγγιση της Ομάδας συλλογικών δράσεων του 18 ΑΝΩ για φιλοξενία εκδήλωσης στην κατάληψη πέρυσι, καταλήξαμε στη συνδιοργάνωση της σημερινής εκδήλωσης. Όντας και οι δυο παρά τις διαφοροποιήσεις μας, συνελεύσεις που λειτουργούν με οριζόντιες διαδικασίες και ταυτόχρονα διατηρώντας κάθε ομάδα την πολιτική της θέση, την οπτική και την εμπειρία της, επιχειρούμε να βρούμε κοινούς τόπους σε ένα ζήτημα που μας συνδέει. Σκοπός μας είναι η ανάδειξη των ίδιων των υποκειμένων που θεωρούμε ότι πλήττονται από τη συνθήκη αυτή περισσότερο από κάθε άλλον, τους/τις τοξικοεξαρτημένους-ες, τους/τις μετανάστες-τριες, τους/τις άστεγους-ες, τους/τις καταπιεσμένους-ες, αυτούς-ες που για την ευυπόληπτη κοινωνία αποτελούν το περιθώριο.

Θέλουμε να μιλήσουμε ουσιαστικά για τις εξαρτήσεις και τις συντριπτικές σχέσεις εξουσίας που δημιουργούν, για τον κατ’ επίφαση ανθρωπισμό εκείνων που σκούζουν για λάμπες, καθαρούς τοίχους και αξίες ακινήτων χωρίς να στρέφουν καν το βλέμμα τους στους δεκάδες ανθρώπους που κοιμούνται στα σκαλιά τους. Για την εγκληματική και εξόφθαλμη υποκρισία της κρατικής διαχείρισης που εξαπολύει καθημερινά ανθρωποκυνηγητά και εκκενώνει στεγαστικές καταλήψεις και κατειλημμένους χώρους αγώνα. Για το κράτος “δικαίου” που καταργεί προγράμματα απεξάρτησης, την ίδια στιγμή που οι μεγαλοχρηματοδότες του ξεφορτώνουν τόνους ναρκωτικών στα μεγαλύτερα λιμάνια της χώρας.

Και πάνω απ’ όλα να αναζητήσουμε τις δομικές σχέσεις μεταξύ εξαρτήσεων, καταστολής, αποκλεισμού και εξαθλίωσης με τη συνθήκη που τα δημιουργεί. Το κράτος, τον καπιταλισμό και το καθεστώς της βαρβαρότητας που μοιραία τα γεννούν. Γιατί οι εξαρτήσεις εντός της σύγχρονης πραγματικότητας (π.χ. ναρκωτικά, αλκοόλ, τζόγος, ίντερνετ, καταναλωτισμός), αποτελούν ένα μέσο επιβολής του καπιταλισμού. Η χρήση ουσιών συμβαίνει συνήθως με σκοπό την αποφυγή της πραγματικότητας και της βάρβαρης καθημερινότητας. Με τη διαμόρφωση μιας “φούσκας”, δηλαδή ενός ψευδώς ασφαλούς και εναλλακτικού περιβάλλοντος για το χρήστη. Έτσι, η ίδια η εξάρτηση ως συνθήκη αποτελεί μια απόλυτη, ολοκληρωτική και ισοπεδωτική σχέση εξουσίας.

Η Κατάληψη Βανκούβερ Απαρτμάν λειτουργεί σε μια περιοχή του κέντρου με ισχυρά διαταξικά χαρακτηριστικά. Συνορεύει με μια πάλαι ποτέ “αριστοκρατική” περιοχή, αυτή της οδού Μαυροματαίων, με ακριβά ακίνητα που “βλέπουν” στο Πεδίο του Άρεως και ανήκουν ως επί το πλείστον σε μεγαλοαστούς ιδιοκτήτες. Ταυτόχρονα, βρίσκεται σ’ένα σημείο της πόλης το οποίο χαρακτηρίζεται ως το “υποβαθμισμένο” κομμάτι του κέντρο της Αθήνας. Βικτώρια, Πατησίων, Αγ. Παντελεήμονας, Κυψέλη, Μάρνη, γειτονιές με έντονα πολυπολιτισμικά χαρακτηριστικά που κατοικούνται πλέον από ανθρώπους των οικονομικά κατώτερων τάξεων. Περιοχές υποβαθμισμένες από το ίδιο το κράτος, εγκαταλελειμμένες στην τύχη τους καθώς εκεί κατοικούν πολίτες ,ντόπιοι κ μετανάστες, για αυτούς δεύτερης κατηγορίας.

Σε απόσταση αναπνοής βρίσκεται και το μητροπολιτικό πάρκο του Πεδίου του Άρεως, ένας από τους τελευταίους ελεύθερους δημόσιους χώρους πρασίνου. Όμως, ένα πάρκο και δη ένα δημόσιο πάρκο, για τους εκάστοτε κυβερνώντες, εκ των πραγμάτων δε μπορεί να αποτελέσει ως έχει ένα κερδοφόρο προϊόν. Ούτε έβγαλε κέρδος όταν χρησιμοποιήθηκε εναλλακτικά για περισσότερο από 40 χρόνια ως το ιδανικό χαλί για το κρύψιμο ανθρώπων που χαρακτηρίζονται ως σκουπίδια. Έβγαλε όμως τα λεφτά του όταν έγινε η ανάπλαση των 10 εκατομμυρίων ή όταν μεγάλο μέρος του ξεπουλήθηκε στον Κυριακού και τον Πανελλήνιο. Βγάζει ακόμα τα λεφτά του με την παραχώρηση του Άλσους και τμήματος του πάρκου στον Η.Μαρασούλη, γνωστό μαγαζάτορα της νύχτας, με δήθεν πρόφαση τη χρήση του ως αναψυκτήριο αλλά πραγματική λειτουργία του ως νυχτερινό κέντρο με διάφορους γνωστούς τροβαδούρους του σωρού και καλλιτεχνικό διευθυντή τον Δ.Σαββόπουλο (σικ).

Παράλληλα, το Πεδίο αποτέλεσε το καταφύγιο διαφόρων νοικοκυραίων και μη, που κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της ΕΛ.ΑΣ., αποβλέπουν έως και σήμερα σε μια βιαστική ικανοποίηση των γενετήσιων ορμών τους μακριά από τα βλέμματα της οικογενειακής και χριστιανικής θαλπωρής. Όπως για παράδειγμα, μέσω του επί πληρωμή βιασμού ανηλίκων ανδρών, κυρίως μεταναστών.
Πλέον το πάρκο, απαλλαγμένο από τα “σόδομα και γόμορα” των περασμένων ετών, με κάγκελα σε όλες τις εισόδους του και 24ώρη φύλαξη από μπάτσους (μέχρι και ποδηλάτες) και σεκιουριτάδες, φιλοδοξεί να γίνει μια τεράστια μπίζνα για το ντόπιο κεφάλαιο και να ξεπουληθεί, αυτή τη φορά σε όλη του την έκταση.

Στην ήδη υπάρχουσα για κάποια χρόνια πιάτσα ναρκωτικών μέσα στο Πεδίο, προστίθενται ανά περιόδους και ειδικά εν μέσω οικονομικής κρίσης, πολλοί από τους συνεχώς αυξανόμενους άστεγους. Το καλοκαίρι του ’15, 450 και πλέον εξαθλιωμένοι μετανάστες στοιβάζονται και εγκαταλείπονται εκεί μαζικά από το κράτος –από αυτούς γύρω στους 170 καταλήγουν τελικά στο καμπ του Ελαιώνα. Οι υπόλοιποι γίνονται σταδιακά ένα με την πιάτσα. Μια πιάτσα που αρχικά βρισκόταν στα Εξάρχεια (στις οδούς Στουρνάρη και Τοσίτσα) και σταδιακά προωθήθηκε από τους μπάτσους-διακινητές στο εσωτερικό του Πεδίου του Άρεως με σκοπό την απόκρυψη της από τα αδιάκριτα βλέμματα και τις κραυγές αγανακτισμένων κατοίκων. Είναι έτσι κ αλλιώς, συνήθης πρακτική της κρατικής ασφάλειας να μετακινεί πιάτσες κατά το δοκούν, σύμφωνα με τις εντολές της εκάστοτε κρατικής διαχείρισης όταν εκείνη θέλει να δείξει υπέρμαχος του δόγματος “νόμος-τάξη-ασφάλεια”, να υποβαθμίσει ολόκληρες γειτονιές με σκοπό τη μελλοντική εκμετάλλευση (όπως στην πλατεία Βάθη, την Ομόνοια, το Μεταξουργείο) ή να εξυπηρετήσει κατασταλτικούς σχεδιασμούς , όπως για παράδειγμα συμβαίνει στα Εξάρχεια εδώ και δεκαετίες.

Το Σεπτέμβρη του ’17 και εν μέσω αλλεπάλληλων δημοσιευμάτων για την «εγκατάλειψή» του πάρκου από το κράτος, κάνει την εμφάνισή της η «πεφωτισμένη» Πρωτοβουλία κατοίκων για το Πεδίον του Άρεως και οι «Επιμένουμε Πεδίο». Πρώτος τους καημός να φωτιστεί το πάρκο. Κι αφού άναψαν τα φώτα και είδαν, κατέληξαν πως η λύση στο πρόβλημα (όπου πρόβλημα βλέπε άνθρωποι) είναι -τι άλλο- η καταστολή. Το πάρκο κλείνει, τοποθετούνται νέα κάγκελα, αστυνομεύεται μονίμως. Ο ιδιότυπος καταυλισμός όσων ζουν σε αυτό διαλύεται και η πιάτσα μεταφέρεται ακριβώς απέξω, επί της οδού Μαυροματαίων. Λίγο καιρό αργότερα και μετά τα μπογιατίσματα της Μιμής Ντενίση στο πρώην Green Park,η πιάτσα μεταφέρεται τελικά άλλον ένα δρόμο πιο κάτω, επί της οδού Αντωνιάδου, έξω από την πλαϊνή πόρτα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και διαχέεται παντού στην τριγύρω περιοχή.

Για εμάς, η καταστολή σε σχέση με τις εξαρτήσεις αποτελείται από τρεις παραμέτρους. Πρώτη παράμετρο αποτελεί η καταστολή του ιδίου του ατόμου λόγω των εξαρτήσεων, αφού στην ουσία οτιδήποτε άλλο δεν έχει σημασία ή νόημα. Καταστρατηγείται έτσι, κάθε έννοια ελεύθερης βούλησης, πολιτικής σκέψης, πνευματικής διαύγειας και ο μόνος στόχος είναι η ικανοποίηση της ίδιας της επιθυμίας. Δεύτερη παράμετρο αποτελεί η καταστολή που επιχειρεί το κράτος μέσω των εξαρτήσεων. Είναι προφανές, ότι μέσα στον καπιταλισμό τόσο οι εξαρτήσεις, όσο και οι τύποι αυτών συνεχώς αυξάνονται. Έτσι, οι κυρίαρχοι βάζουν στη φαρέτρα τους ολοένα και περισσότερα όπλα με σκοπό να καταστείλουν και να χειραγωγήσουν την ίδια την κοινωνία. Ιστορικά, υπάρχουν πολυάριθμες περιπτώσεις καταστολής κινημάτων όπως στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Ισπανία, όπου αυτό συνέβη με διάφορες ουσίες (Χάπια, Πρέζα, Αλκόολ). Στον ελλαδικό χώρο ακριβώς το ίδιο συνέβη κατά τις δεκαετίες 80’ και 90’. Τρίτη παράμετρο αποτελούν οι ίδιοι οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους, οι οποίοι έρχονται να θερίσουν αυτά που το ίδιο έσπειρε.

Στο σήμερα, το μεγαλεπήβολο σχέδιο του κράτους για τον αμείλικτο πόλεμο ενάντια στα ναρκωτικά συνεχίζεται απ΄την κυβέρνηση της ΝΔ, από ΄κει ακριβώς που το άφησε η προηγούμενη “αριστερή” του Σύριζα, και συμπυκνώνεται σε καθημερινές προσαγωγές-απαγωγές στο σωρό από την ΕΛ.ΑΣ. Έτσι κι αλλιώς, η κρατική ασφάλεια λειτουργεί, ανεξαρτήτως κομματικού χρωματισμού, με τον ίδιο τρόπο εδώ και δεκαετίες, με ελάχιστες παραλλαγές. Χρησιμοποιώντας ρουφιάνους, κονέ με τους μπράβους και τη νύχτα, όντας και οι ίδιοι κομμάτι της στις περισσότερες περιπτώσεις, κάνοντας τα στραβά μάτια στους φραγκάτους (γιατί ποτέ δεν ξέρεις ποιανού γιός είναι αυτός και για πότε θα έρθει η μετάθεση για το Σουφλί αν τον δέσεις), κάνοντας οι ίδιοι τα νταλαβέρια. Γιατί όπως λέει και το σύνθημα, οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη.

Καθημερινά, χρήστες-ριες, άστεγοι-ες, μετανάστες-τριες, περαστικοί-ες, επιβιβάζονται σωρηδόν στα μεταγωγικά της αστυνομίας με άγνωστη κατεύθυνση. Στόχος, η συμπλήρωση τουλάχιστον 9 (εννέα) προσαγωγών για κάθε ημέρα. Όσοι δεν καταλήγουν στα κολαστήρια της Πέτρου Ράλλη ή σε κάποιο κρατητήριο κάποιου Α.Τ. , εγκαταλείπονται μετά από μερικές ώρες-μέρες είτε στην Ομόνοια, είτε -αν είναι δυνατόν- κάπου πιο μακριά -απ’ όπου θα ‘ναι πιο δύσκολο για αυτούς να επιστρέψουν- όπως το Φάληρο ή η Αμυγδαλέζα.

Να σημειώσουμε δε, ότι οι συλλήψεις και οι διώξεις διαθέτουν κι αυτές διαταξικά χαρακτηριστικά, αφού είναι προφανές πως υπάρχει κατηγοριοποίηση των χρηστών ανάλογα με τις ουσίες που είναι σε θέση να αγοράσουν, ανάλογα δηλαδή με το πορτοφόλι τους, και την περιοχή στην οποία κάνουν χρήση (για παράδειγμα δεν βλέπουμε καθημερινές διώξεις στους γνωστούς θαμώνες-χρήστες της πλ. Κολωνακίου). Αντίστοιχη είναι και η πρόσβαση αυτών σε δομές υγείας και απεξάρτησης (για παράδειγμα υπάρχουν χρήστες κοκαΐνης που κάνουν χρήση με ιατρική παρακολούθησή ενώ χιλιάδες περιμένουν να γίνουν δεκτοί σε προγράμματα απεξάρτησης, εάν φυσικά διαθέτουν ΑΜΚΑ) .

Στην περίπτωση των ναρκέμπορων, η καταστολή επίσης έχει δύο μέτρα και δύο σταθμά. Καθημερινά, τα μμε παρουσιάζουν διθυραμβικά ως γροθιά στο ναρκεμπόριο τις συλλήψεις για μικροποσότητες ουσιών την ίδια στιγμή που τόνοι ναρκωτικών διακινούνται εκ παραλλήλου από μεγαλοκαρχαρίες. Οι μπάτσοι, θέλοντας να επιδείξουν πληθώρα συλλήψεων βγάζουν από τη μέση όσους δεν τους εξυπηρετούν, αφήνοντας από την άλλη έδαφος στους μεγαλέμπορους να συνεχίσουν απρόσκοπτα τη μπίζνα τους. Συνήθως, οι συλληφθέντες είναι άτομα που δεν χαίρουν της εμπιστοσύνης κάποιου Α.Τ., που δεν είναι (ακόμα σε κάποιες περιπτώσεις) γνωστοί ρουφιάνοι τους, που έχουν μπει στα χωράφια τους χωρίς την άδειά τους κλπ.

Την άνοιξη του ΄18 σε μια συντονισμένη επιχείρηση συλλαμβάνονται μαζικά τοξικοεξαρτημένοι από τις οδούς Αντωνιάδου και Πατησίων, μικροπωλητές (παπουτσιών, ρούχων κτλ) μέσα και έξω από τα σπίτια τους, καθώς και τοξικοεξαρτημένοι από την πιάτσα έξω απ΄το ΑΠΘ στην Θεσσαλονίκη. Οι παραπάνω άσχετες μεταξύ τους συλλήψεις, δένονται όλες μαζί σε μια κοινή και ευφάνταστη δικογραφία εγκληματικής οργάνωσης και συγκεκριμένα ως κύκλωμα εμπορίου ναρκωτικών και παραεμπορίου «που δρα υπό την προστασία του πανεπιστημιακού ασύλου και των αναρχικών» -τα ΜΜΕ κάνουν πάρτυ.

Από το Σεπτέμβρη του’17 που η πιάτσα στήνεται γύρω από το ΟΠΑ (Μαυροματαίων-Πατησίων-Αντωνιάδου), γινόμαστε μάρτυρες μιας συστηματικής και καθημερινής προσπάθειας η πιάτσα να στηθεί τελικά περιμετρικά της κατάληψης και αν είναι δυνατό έξω ακριβώς από την πόρτα της επί της οδού Δεριγνύ. Για εμάς, είναι δεδομένο πως η πιάτσα εργαλειοποιείται από το κράτος, προκειμένου να «αποδειχθεί» πως το άσυλο πρέπει να καταργηθεί ,τα πάρκα πρέπει να αστυνομεύονται, οι καταλήψεις πρέπει να εκκενωθούν και ό,τι άλλο προκύψει στην πορεία, να το βγάλουμε κι αυτό από τη μέση. Παρόλα αυτά, έχουμε βιώσει τραγελαφικά περιστατικά όπως κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων σκούπας, οι μπάτσοι σε ρόλο τροχονόμου υποδεικνύουν στους χρήστες τη στιγμή που τους κυνηγάνε, την πόρτα της κατάληψης ως το ιδανικό σημείο για τη νέα εγκαθίδρυση της πιάτσας, πράγμα το οποίο μας έχουν επιβεβαιώσει και οι ίδιοι οι χρήστες. Παράλληλα, φαίνεται αναγκαία η πρόφαση της ύπαρξης ναρκωτικών εντός των καταλήψεων έτσι ώστε αυτές να χαρακτηριστούν ως εστίες ανομίας και να εκκενωθούν, εφόσον επιτευχθεί και η αντίστοιχη κοινωνική στήριξη. Για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια και στην περίπτωση των Εξαρχείων στήθηκε ένα επικοινωνιακό πανηγύρι με σκοπό τη συσχέτιση μεταναστευτικών ή και πολιτικών καταλήψεων με το εμπόριο ναρκωτικών. Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων εκκενώσεων, το εμπόριο ναρκωτικών στην πλατεία και πέριξ συνεχιζόταν απρόσκοπτα και απροκάλυπτα παρουσία μπάτσων. Το ίδιο συμβαίνει και κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων καθαρισμού και “εξευγενισμού” της πλατείας Εξαρχείων. Το πρωί, κατακλύζεται από μπάτσους όλων των ειδών, με σκοπό να συνδράμουν τους υπαλλήλους του δήμου που φυτεύουν τα παρτέρια και καθαρίζουν με χλωρίνη τα πεζοδρόμια και το απογευματάκι, μόλις όλη αυτή η κουστωδία αποχωρήσει, επιστρέφουν ο κάθε λογής διακινητές γνωστές τους θέσεις (το πρωί φυτεύουνε, το βράδυ καβατζώνουνε).

Μέσα σ’ αυτή τη συνθήκη, δεν πρόκειται να κάνουμε την χάρη ούτε στους μπάτσους, ούτε στον πρύτανη, ούτε στους dealers, ούτε σε κανέναν άλλο, να στήσουν ένα εμπόριο θανάτου γύρω απ’ την κατάληψη. Σε καμία περίπτωση δεν θα κάνουμε χρήση βίας απέναντι σε τοξικοεξαρτημένους και τοξικοεξαρτημένες, παρά μόνο με όρους αντιβίας σε περιπτώσεις που ενδέχεται να δεχθούμε επίθεση από εκείνους-εκείνες (οι περιπτώσεις αυτές είναι πραγματικά ελάχιστες). Ακόμη, δεν αντιμετωπίζουμε τους χρήστες/τις χρήστριες και την πιάτσα ως μια ομάδα ανθρώπων με ενιαία και ταυτόσημα χαρακτηριστικά. Αντιλαμβανόμαστε την πιάτσα ως αυτό που είναι, μια μικρογραφία της κοινωνίας με διαταξικά και πολυπολιτισμικά χαρακτηριστικά που εμπεριέχονται σ’ αυτήν. Δηλαδή μιλάμε για ανθρώπους που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους. Ως κοινό έχουν την χρήση ουσιών και τίποτα περαιτέρω. Όλες οι παθογένειες αυτής της κοινωνίας συνυπάρχουν σε αυτήν. Ο ρατσισμός, ο μισογυνισμός, η πατριαρχία, η ιεραρχία, η εκμετάλλευση, η καταπίεση, οι σχέσεις εξουσίας, εκφράζονται όλα στην πιο ακατέργαστη μορφή τους. Όταν γίνονται αντιληπτά απαντιούνται ανάλογα και πάντα στοχευμένα. Δεν θυματοποιούμε, ούτε ποινικοποιούμε εξ’ ορισμού τους χρήστες και τις χρήστριες. Τους αντιμετωπίζουμε τον καθένα/την καθεμία ξεχωριστά ως άτομο με βάση τη συμπεριφορά και τη στάση του/της.

Εν τω μεταξύ, όσο προσπαθούμε να σπάσουμε τον κρατικό σχεδιασμό για σύνδεση της κατάληψης με το ναρκεμπόριο, ταυτόχρονα προσπαθούμε να μην αποκτηνωθούμε και να μην τσουβαλιάζουμε ανθρώπους σπάζοντας μοιραία και τους δικούς μας φόβους και προκαταλήψεις. Επικοινωνείται στους χρήστες που κινούνται στην περιοχή, καθημερινά και με συνεχείς προσπάθειες από μέρους μας η απόπειρα εργαλειοποίησης τους και της πιάτσας από την αστυνομία και γίνεται ως επί το πλείστον αντιληπτό και από τους ίδιους. Με τον καιρό οι περισσότεροι αποφεύγουν την χρήση γύρω από την κατάληψη. Μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία αρκετές φορές έχουμε έρθει αντιμέτωποι και με άτομα τα οποία είτε δεν ενδιαφέρονται είτε επιλέγουν συνειδητά να εκμεταλλευθούν την όλη κατάσταση και αντιδρούν επιθετικά ,με απειλές και σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιώντας βίαια μέσα. Αξίζει να αναφερθεί πως απομονώνονται σχεδόν πάντα από τους υπόλοιπους χρήστες. Στο 99% των περιπτώσεων τα ίδια άτομα εμπλέκονται ταυτόχρονα σε διακίνηση ναρκωτικών, σε διακίνηση ανθρώπων (trafficking) και έχουν προβεί συστηματικά σε βιασμούς άλλων χρηστών κυρίως γυναικών. Τα άτομα αυτά αντιμετωπίζονται ανάλογα και εκδιώχνονται ασχέτως του αν είναι οι ίδιοι χρήστες ή όχι.

Αν θεωρούν πως θα μας τρομάξουν είναι γελασμένοι. Αν πιστεύουν πως θα τους αφήσουμε να φέρουν εις πέρας το σχέδιο του κράτους και των μπάτσων επίσης. Να έχουν υπ’ όψιν και αυτοί και οι συνεργάτες τους πως στον αγώνα ενάντια σε κάθε είδους εξουσία και καταπίεση, ενάντια στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, αυτοί καταλαμβάνουν ξεχωριστή θέση για μας και πως δυστυχώς γι’ αυτούς υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν ως αυτοσκοπό ούτε το κέρδος ούτε ενδιαφέρονται για κανενός είδους deal και συνδιαλλαγή με οποιαδήποτε εξουσία. Πιστεύουμε βαθιά στην αυτοοργάνωση, αντιιεραρχικά και οριζόντια και κυρίως πιστεύουμε στην αλληλεγγύη.

Κατάληψη Βανκούβερ Απαρτμάν, Οκτώβριος 2019