Η κατάληψη Βανκούβερ Απαρτμάν ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2005 από μία παρέα ανθρώπων, με σκοπό την κάλυψη των στεγαστικών τους αναγκών. Αρχικά η κατάληψη στέγης βρισκόταν στο δεύτερο όροφο του κτιρίου ενώ στους υπόλοιπους ορόφους υπήρχαν γραφεία καθηγητών, η διανομή βιβλίων και η θεατρική ομάδα της ΑΣΟΕΕ. Από το 2010, με την μεταφορά των γραφείων των καθηγητών, άρχισε να καταλαμβάνεται σταδιακά και το υπόλοιπο κτίριο επί των οδών Μαυροματαίων και Δεριγνύ.
Ήδη από το ξεκίνημά της, αλλά και μετέπειτα, η κατάληψη αντιμετώπισε το «ενδιαφέρον» της «ιδιοκτήτριας» ΑΣΟΕΕ, η οποία ζητούσε την εκκένωση και κατεδάφιση του κτιρίου, με διάφορα προσχήματα κάθε φορά. Οι σύντροφοι/ισσες καταληψίες αλλά και αλληλέγγυοι/ες στάθηκαν εμπόδιο στα σχέδιά της, με την άμεση κινητοποίησή τους όσες φορές χρειάστηκε, πραγματοποιώντας δράσεις και δημοσιοποιώντας το γεγονός. Από το Νοέμβρη του 2015, η κατάληψη υπήρξε για ακόμα μια φορά στο στόχαστρο του πρύτανη, της Ασοεε και των μεγαλοεργολάβων, οι οποίοι προσπάθησαν μέσω ενός διαγωνισμού, να ανακατασκευάσουν υποτίθεται το κτίριο. Για ακόμα μια φορά όμως, οι καταληψίες και οι αλληλέγγυοι/ες σε αυτούς σύντροφοι/ισσες, έδωσαν τις απαντήσεις που χρειάστηκαν με συνεχής παρεμβάσεις, πορείες και δράσεις αλληλεγγύης, ώστε τα «κοράκια» να αναγκαστούν σε ανάκληση του διαγωνισμού 1 χρόνο μετά.
Οι καταλήψεις για εμάς είναι χώροι δημιουργίας και ελεύθερης έκφρασης, είτε ως στεγαστικά εγχειρήματα που σκοπό έχουν να αποδομήσουν κάθε έννοια ιδιοκτησίας, είτε ως κοινωνικοί χώροι. Χώροι μέσα στους οποίους οι επιθυμίες γίνονται πράξη μέσω σχέσεων συντροφικότητας, αλληλεγγύης και ισότητας. Λειτουργώντας συλλογικά, αντί-ιεραρχικά, οριζόντια και αυτοοργανωμένα, ο κόσμος που επιλέγει να βρεθεί μέσα σε αυτούς πραγματώνει μια ζωή στηριζόμενη στην αξιοπρέπεια, χωρίς αφέντες και δούλους. Διαχρονικά, οι καταλήψεις αποτέλεσαν κέντρα αγώνα σε περιόδους κοινωνικών αναταραχών δίνοντας τη δυνατότητα στα αγωνιζόμενα κομμάτια να συσπειρωθούν και να δράσουν. Παράλληλα, έγιναν εστίες ζύμωσης και δημιουργίας δομών και υποδομών, προτείνοντας ένα τρόπο ζωής ικανό να απειλήσει τη φαινομενικά ομαλή λειτουργία του συστήματος. Είναι λοιπόν αυτοί οι λόγοι που οι καταλήψεις βρίσκονται στο στόχαστρο της καταστολής, καθώς το εκάστοτε κράτος θέλει μια κοινωνία πειθήνια που δεν «υπονομεύεται» από εστίες αμφισβήτησης και αντίστασης. Για εμάς, είναι δεδομένο ότι η αλληλεγγύη και ο συντονισμός μεταξύ των καταλήψεων αποτελεί ένα όπλο απέναντι σε κάθε είδους απειλή, κρατική ή παρακρατική.Τα τελευταία χρόνια, η οικονομική κρίση έχει αφήσει και θα συνεχίσει να αφήνει πίσω της ερείπια. Το κράτος εξαπέλυσε μια κοινωνική, αλλά και ταξική επίθεση σύμφωνα με τις επιταγές των δανειστών προς τέρψιν ξένου και ντόπιου κεφαλαίου. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς. Απολύσεις, εκατομμύρια άνεργοι, χρεωμένοι στα όρια της εξαθλίωσης, εκατοντάδες αυτοκτονίες λόγω χρεών, στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, επιχειρήσεις σκούπα, εργασιακά κεκτημένα να καταργούνται εν μια νυκτί, ξυλοδαρμοί, διώξεις ανθρώπων που μάχονται για την υπεράσπιση του φυσικού πλούτου, φυλακίσεις αγωνιστών/ριων, εκκενώσεις καταλήψεων και πολλά άλλα που θα χρειάζονταν δεκάδες σελίδες για να καταγραφούν. Όλα αυτά στο όνομα της «ανάπτυξης» και της «ευρωπαϊκής προοπτικής».
Βέβαια, ξεχωριστό ρόλο καλέστηκαν να παίξουν και οι φασίστες. Αρχικά, με τις προσπάθειές τους για έναν πιο «καθαρό» και γαλανόλευκο Αγ. Παντελεήμονα, ο οποίος βάφτηκε κόκκινος από το αίμα αρκετών μαχαιρωμένων μεταναστών της περιοχής. Μετέπειτα, για μια πιο «καθαρή» και γαλανόλευκη Ελλάδα, η οποία βάφτηκε και αυτή κόκκινη από το αίμα του Π. Φύσσα, του Σαχζάτ Λουκμάν και πόσων άλλων που δε θα μάθουμε ποτέ τα ονόματά τους. Όλα αυτά, με τη χρηματοδότηση μεγαλοεπιχειρηματιών και τραγόπαπων, τις ευλογίες του κράτους και των μμε που εξυμνούσαν τον τσαμπουκά, την πειθαρχία και τον αντιμνημονιακό τους λόγο. Βέβαια, ούτε λόγος για τις επιθέσεις και τα μαχαιρώματα των ταγμάτων εφόδου σε μετανάστες, τις επιθέσεις σε στέκια και καταλήψεις, τους ξυλοδαρμούς όσων θεωρούσαν αδύναμους και την απειλή για την «καθαρότητά» τους (εκεί που τους έπαιρνε βέβαια). Και ενώ η επιχείρηση καθαρισμού «Χρυσή Αυγή και λοιποί συνεργάτες» άρχισε να ανεβαίνει σε ποσοστά, και να γίνεται επικίνδυνη, αφού έκλεβε ψήφους από αυτούς που τους ανέδειξαν, μπήκε στη βουλή και έγινε με τη βούλα πια, μέρος του κράτους. Απέναντι σε αυτή τη φασιστική δυσωδία στάθηκε όποιος/α θεωρούσε εαυτόν αντιφασίστα/ίστρια. Για μας η λύση δεν είναι οι ποινικές διώξεις και ο προσωρινός αποκλεισμός από τα τηλε-παράθυρα. Αντίθετα, λύση αποτελεί η δημιουργία ενός μαχητικού αντιφασιστικού μετώπου, ικανού να αφανίσει μια και καλή το φασισμό και τους θιασώτες του, προτάσσοντας τον συλλογικό και αυτοοργανωμένο αγώνα, την κοινωνική και ταξική αλληλεγγύη.
Εν τω μεταξύ, μετά τις τελευταίες εκλογές του 2015, γινόμαστε μάρτυρες μιας κακοπαιγμένης κωμωδίας ή δράματος, εξαρτάται από ποια θέση το βλέπει κανείς. Κάποιοι ισχυρίζονται πως όλα καλυτέρευσαν κι η ελπίδα ήρθε. Μπήκε στις ζωές μας η έννοια του «καλού κράτους». Εμείς μάλλον είμαστε τυφλές/οι και δεν το βλέπουμε. Γιατί το κράτος και οι μηχανισμοί του παραμένουν στις θέσεις τους έτοιμοι να τις υπερασπιστούν. Το κεφάλαιο συνεχίζει απρόσκοπτα την αναδιάρθρωσή του με βασικούς πυλώνες στήριξης τις τράπεζες. Τα μνημόνια δεν σκίστηκαν, οι άνεργοι παραμένουν άνεργοι, οι αυτόχειρες δυστυχώς δεν γυρίζουν πίσω, τα χρέη πολλαπλασιάζονται, οι απολυμένοι συνεχίζουν να είναι απολυμένοι, οι μετανάστες ακόμα βρίσκουν το θάνατο στο δρόμο για τα κλειστά σύνορα μιας Ευρώπης φρούριο. Οι φασίστες είναι τρίτο κόμμα στις «καρδιές» των ψηφοφόρων. Δεν τρέφουμε καμία αυταπάτη για την όποια διαχείριση του κράτους, γιατί πολύ απλά δεν πιστεύουμε ότι υπάρχει καλό και κακό κράτος, καλή και κακή εξουσία. Είμαστε ενάντια σε κάθε μορφή εξουσίας. Αγωνιζόμαστε για ένα κόσμο ελευθερίας χωρίς σύνορα, κράτη, φυλακές, θεούς και αφέντες.
Από το φθινόπωρο του 2014, ξεκίνησε μια σειρά συζητήσεων από συντρόφους/ισσες μαζί με τους/τις καταληψίες της Βανκούβερ με σκοπό το άνοιγμα του χώρου της κατάληψης και την χρήση του από και για τις ανάγκες του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού κινήματος. Παράλληλα, έγινε και η αναδιαμόρφωση του 3ου ορόφου της κατάληψης ώστε να μπορέσει να φιλοξενήσει ένα καφενείο, καθώς και χώρο συνελεύσεων και άλλων εκδηλώσεων. Όλοι/ες οι συμμετέχοντες/ουσες είχαμε σαν αφετηρία την επιθυμία μας για άλλον έναν ελεύθερο χώρο στην πόλη όπου θα πραγματοποιούνται δράσεις, εκδηλώσεις, συνελεύσεις κ.ά. με σκοπό την ενδυνάμωση των ήδη υπαρχόντων δομών ή και τη δημιουργία νέων· γνωρίζοντας πως η κατάληψη βρίσκεται σε μια γειτονιά στο κέντρο της Αθήνας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται (επιθέσεις μπάτσων σε μετανάστες μικροπωλητές έξω από την παρακείμενη ΑΣΟΕΕ, κλούβες των ΜΑΤ, φασίστες, εμπόρους ναρκωτικών και την κάθε λογής μαφία). Κοινός τόπος είναι πως συμπεριφορές και λογικές μάτσο, σεξιστικές, ομοφοβικές, ρατσιστικές, εξουσιαστικές, ιεραρχικές καθώς και λογικές ναρκοκουλτούρας δεν χωράνε.
Ζώντας μέσα σε μια κοινωνία όπου η λογική της ανάθεσης κυριαρχεί, εμείς επιλέγουμε να πάρουμε τις ζωές μας στα χέρια μας προτάσσοντας την αυτοοργάνωση της καθημερινότητάς μας, την αλληλεγγύη και την αντιεμπορευματοποίηση των αναγκών μας.
Κατάληψη Βανκούβερ Απαρτμάν